θυηλή — part of a victim offered in burntsacrifice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηλῇ — θυηλέομαι pres subj mp 2nd sg θυηλέομαι pres ind mp 2nd sg θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηλαῖς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηλαί — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηλῆς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηλῇς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηλήν — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηλῶν — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
θυηλούμαι — θυηλοῡμαι, έομαι (Α) [θυηλή] προσφέρω ως θυσία … Dictionary of Greek